- ἐξιδιασμός
- ἐξῐδῐ-ασμός, ὁ,A winning over,
τῶν πόλεων Plb. 22.6.1
; appropriation, Str.17.1.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν πόλεων Plb. 22.6.1
; appropriation, Str.17.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξιδιασμός — ἐξιδιασμός, ο (Α) [εξιδιάζομαι] σφετερισμός, αντιποίηση … Dictionary of Greek
ἐξιδιασμόν — ἐξιδιασμός winning over masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)